ματαιογέρων

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek (Liddell-Scott)

ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)
ο γέρος που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].