Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.
ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)
ο γέρος που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].