ὑποδηματάριος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδημᾰτάριος Medium diacritics: ὑποδηματάριος Low diacritics: υποδηματάριος Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑΤΑΡΙΟΣ
Transliteration A: hypodēmatários Transliteration B: hypodēmatarios Transliteration C: ypodimatarios Beta Code: u(podhmata/rios

English (LSJ)

ὁ,

   A sandalmaker, shoemaker, IG9(2).16.16 (Hypata, ii A. D.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδηματάριος: ὁ, ὑποδηματορράφος, ὑποδηματοποιός, «ὑποδηματᾶς», Κουρτ. Ἀττικ. Ἐπιγρ. 193.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius, πρβλ. πλακουντ-άριος].