ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
συνεπίσκοπος: ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπισκοπῶν, ἐπιβλέπων, ὁ καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος ὤν, συνάδελφος ἐπισκόπου, Ἀθαν. τ. 1, σ. 444, 567, κλπ.
ὁ, ΜΑ ἐπίσκοποςο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.