καλοΰφαντος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A beautifully woven, Sch.rec.S.Tr.602.
Greek (Liddell-Scott)
καλοΰφαντος: -ον, καλῶς ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον.
Greek Monolingual
καλοΰφαντος, -ον (Α)
αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος.