ον,
A with a long chin, Poll.4.145.
μακρογένειος: -ον, ἔχων μακρὸν πηγοῦνι ἢ μακρὰν γενειάδα, Πολυδ. Δ΄, 145.
μακρογένειος, -ον (AM)αυτός που έχει μακρύ πηγούνι, μακριά γενειάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -γένειος (< γένειον), πρβλ. ευ-γένειος].