μακρογένειος

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A with a long chin, Poll.4.145.

Greek (Liddell-Scott)

μακρογένειος: -ον, ἔχων μακρὸν πηγοῦνι ἢ μακρὰν γενειάδα, Πολυδ. Δ΄, 145.

Greek Monolingual

μακρογένειος, -ον (AM)
αυτός που έχει μακρύ πηγούνι, μακριά γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -γένειος (< γένειον), πρβλ. ευ-γένειος].