μακρογένειος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρογένειος Medium diacritics: μακρογένειος Low diacritics: μακρογένειος Capitals: ΜΑΚΡΟΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: makrogéneios Transliteration B: makrogeneios Transliteration C: makrogeneios Beta Code: makroge/neios

English (LSJ)

μακρογένειον, with a long chin, Poll.4.145.

Greek (Liddell-Scott)

μακρογένειος: -ον, ἔχων μακρὸν πηγοῦνι ἢ μακρὰν γενειάδα, Πολυδ. Δ΄, 145.

Greek Monolingual

μακρογένειος, -ον (AM)
αυτός που έχει μακρύ πηγούνι, μακριά γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -γένειος (< γένειον), πρβλ. ευγένειος].

German (Pape)

mit langem Barte, Poll. 4.145.