εὐφαντασίωτος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφαντᾰσίωτος Medium diacritics: εὐφαντασίωτος Low diacritics: ευφαντασίωτος Capitals: ΕΥΦΑΝΤΑΣΙΩΤΟΣ
Transliteration A: euphantasíōtos Transliteration B: euphantasiōtos Transliteration C: effantasiotos Beta Code: eu)fantasi/wtos

English (LSJ)

ον,

   A gifted with a vivid imagination, Vett.Val.47.1, Quint.6.2.30; πρᾶξις Cat.Cod.Astr.8(4).209; also in bad sense, fantastic, fanciful, Vett.Val.150.12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφαντᾰσίωτος: -ον, ὁ διὰ τῆς ἑαυτοῦ φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐφαντασίωτος, -ον)
1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία
2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»].