τετράπωλος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rossen bespannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπωλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ἵππους, τὸν τετράπωλον ἡλίου δίφρον Θεόδ. Πρόδρ. σ. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις ίππους («τετράπωλον ἅρμα», Μαλάλ. Ι.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπωλον
το τέθριππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πῶλος (πρβλ. ἑξά-πωλος)].