ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: ἡμίλᾰγος | Medium diacritics: ἡμίλαγος | Low diacritics: ημίλαγος | Capitals: ΗΜΙΛΑΓΟΣ |
Transliteration A: hēmílagos | Transliteration B: hēmilagos | Transliteration C: imilagos | Beta Code: h(mi/lagos |
ὁ,
A half-hare, i.e. rabbit, Edict.Diocl.4.33.
ἡμίλαγος, ὁ (Α)
(για το κουνέλι) ο κατά το ήμισυ λαγός, ο όμοιος με λαγό.