παπποκτόνος

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A grandfather-slaying, Lyc.1034.

German (Pape)

[Seite 466] den Großvater mordend, Lycophr. 1034.

Greek (Liddell-Scott)

παπποκτόνος: -ον, ὁ τὸν πάππον φονεύσας, Λυκόφρ. 1034.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φονεύει τον παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.