χειρορρέκτης

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek (Liddell-Scott)

χειρορρέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) = χειρουργός, Ἡσύχ. (ἔνθα ἡμαρτ. γραφ. χειροέρκτης).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρουργός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χειροέρκτης θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε χειρορρέκτης < χειρ(ο)- + -ρρέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο-ρρέκτης].