αὔγουρ
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
Greek (Liddell-Scott)
αὔγουρ: -ρος, ὁ, τὸ Λατ. augur, οἰωνόμαντις, Συλλ. Ἐπιγρ. 6494.
Spanish (DGE)
-ος, ὁ
lat. augur Plu.Cic.36, Aem.3, Luc.1, D.H.2.64, IG 12(2).219 (Mitilene I d.C.).