ἁλίρροθος
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
ον, = foreg.; ἁ. πόροι pathways
A of the roaring sea, A.Pers.367, cf.S.Aj.412 (lyr.); ἁ. ἀκτή E.Hipp.1205, Mosch.2.132.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίρροθος: ον = τῷ προηγ., ἁλ. πόροι = τὰ ῥοχθοῦντα στενὰ ἢ περάσματα, πορθμοὶ τῆς θορυβούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Περσ. 367· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 412 (λυρ.)· ὡσαύτως ἁλ. ἀκτή, Εὐρ. Ἱππ. 1205. Μόσχ. 2.128· πρβλ. ἁλίκλυστος, ἁλίκτυπος.