νεφελόομαι
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Pass.,
A to be clouded over, Eust.127.21.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελόομαι: Παθ., καλύπτομαι ὑπὸ νεφελῶν, Εὐστ. 127. 21.