κεραβάτης
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: κερᾰβάτης | Medium diacritics: κεραβάτης | Low diacritics: κεραβάτης | Capitals: ΚΕΡΑΒΑΤΗΣ |
Transliteration A: kerabátēs | Transliteration B: kerabatēs | Transliteration C: keravatis | Beta Code: keraba/ths |
ου, ὁ,
A = κεροβάτης, Suid., Zonar.
[Seite 1419] ὁ, = κεροβάτης, VLL.
κερᾰβάτης: -ου, ὁ, = κεροβάτης, Ἡσύχ.
κεραβάτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) βλ. κεροβάτης.