ἀπαμελέομαι

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰμελέομαι Medium diacritics: ἀπαμελέομαι Low diacritics: απαμελέομαι Capitals: ΑΠΑΜΕΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apameléomai Transliteration B: apameleomai Transliteration C: apameleomai Beta Code: a)pamele/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be neglected utterly, ἀπημελημένος Hdt.3.129,132, S.Ph.652.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμελέομαι: παθ. ὅλως ἀμελοῦμαι, ἀπημελημένον… καὶ ῥάκεσι ἐσθημένον Ἡρόδ. 3. 129, 132, Σοφ. Φ. 652.

Greek Monotonic

ἀπᾰμελέομαι: (ἀμελέω), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. ἀπημελημένος, σε Ηρόδ., Σοφ.