κάθου

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

κάθου: προστ. τοῦ κάθημαι, «κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς» Μοῖρις 215· «κάθου, Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. poét. de κάθημαι;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de καθίημι.