ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
προὔθετο: προὔθηκε (ὀρθότ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέθ-.
προὔθετο: προὔθηκε, αμτβ. αντί προ-έθετο, προ-έθηκε.