μετελευστέον

From LSJ
Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετελευστέον Medium diacritics: μετελευστέον Low diacritics: μετελευστέον Capitals: ΜΕΤΕΛΕΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: meteleustéon Transliteration B: meteleusteon Transliteration C: metelefsteon Beta Code: meteleuste/on

English (LSJ)

   A one must punish, Luc.Fug.22.

Greek (Liddell-Scott)

μετελευστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετέρχομαι, πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. μετελευστέον τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154.

Greek Monotonic

μετελευστέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ.