ατος, τό
A, (ἐπιτείνω) extension, Plu.2.457c.
[Seite 989] τό, die Anspannung, καὶ σπάσματα Plut. de coh. ira 8.
ἐπίτᾰμα: τό, (ἐπιτείνω) ἐπίτασις, «τέντωμα», Πλούτ. 2. 457Β.
ατος (τό) :extension.Étymologie: ἐπιτείνω.Par. ἔκτασις.