κενοφρόνημα
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Greek (Liddell-Scott)
κενοφρόνημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
κενοφρόνημα, τὸ (Α)
κενοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + φρόνημα (< φρονῶ)].