κενοφρόνημα

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek (Liddell-Scott)

κενοφρόνημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

κενοφρόνημα, τὸ (Α)
κενοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + φρόνημα (< φρονῶ)].

German (Pape)

τό, = κενοφροσύνη, Sp.