μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.
μελίζωμον, τὸ (Α)ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ-ζωμον)].