κολλίκιος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλίκιος Medium diacritics: κολλίκιος Low diacritics: κολλίκιος Capitals: ΚΟΛΛΙΚΙΟΣ
Transliteration A: kollíkios Transliteration B: kollikios Transliteration C: kollikios Beta Code: kolli/kios

English (LSJ)

[λῑ], α, ον, ko/llic-

   A shaped, ἄρτοι Ath.3.112f.

German (Pape)

[Seite 1473] von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.

Greek (Liddell-Scott)

κολλίκιος: λῑ, α, ον, ἔχων τὸ σχῆμα κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F.

Greek Monolingual

κολλίκιος, -ία, -ον (AM) κόλλιξ
το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον
μικρό κουλούρι, κουλουράκι
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι.