κολλίκιος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
[λῑ], α, ον, ko/llic-
A shaped, ἄρτοι Ath.3.112f.
German (Pape)
[Seite 1473] von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.
Greek (Liddell-Scott)
κολλίκιος: λῑ, α, ον, ἔχων τὸ σχῆμα κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F.
Greek Monolingual
κολλίκιος, -ία, -ον (AM) κόλλιξ
το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον
μικρό κουλούρι, κουλουράκι
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι.