χαράκιον
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
τό, Dim. of χάραξ, in pl.,
A = ὑποστηρίγματα, Hsch. 2 χαράκιν (sic), = Lat. tessera, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκιον: ὑποκορ. τοῦ χάραξ, «χαράκια· ὑποστηρίγματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. χαράκι.