κεράμβυξ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
υκος, ὁ,
A longicorn beetle, cerambyx, which feeds on dead wood, Nic.Fr.39, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1419] υκος, ὁ, ein Käfer (κάραβος) mit langen Hörnern (κέρας), Feuerschröter, Hesych. Vgl. Ant. Lib. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμβυξ: -υκος, ὁ, εἶδος κανθάρου φέροντος κεραίας ἢ κέρατα καὶ τρεφομένου ἐκ ξηροῦ ξύλου, Νικ. παρ’ Ἀντ. Λιβερ. 22, Ἡσύχ. (πιθ. ἐκ τοῦ κάραβος, μετ’ ἀναφορᾶς πρὸς τὸ κέρας).
Greek Monolingual
ο (Α κεράμβυξ, -υκος)
γένος εντόμων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κεραμβυκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -(α)μβ-υξ < -(α)μβ-ος (πρβλ. σήρ-αμβος, κόλυ-μβος) + -υξ (πρβλ. βόμβ-υξ, δοίδ-υξ)].