ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
P. and V. πταίειν (lit., stumble).
shake: P. and V. σείεσθαι.
leave in the lurch, v.: P. and V. λείπω, λείπειν, καταλείπω προδιδόναι, καταλείπειν προδιδόναι, προλείπω, προλείπειν, ἐρημοῦν, Ar. and P. προιέναι (or mid.).