excessive
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. περισσός, ὑπέρπολυς, P. ὑπέρμετρος.
very great: P. and V. ὑπερφυής (Aesch., Fragment), P. ὑπερμεγεθής, ὑπέρογκος; see vast.