Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ion. c. μονόλιθος.
μουνόλιθος, -ον (Α)ιων. τ. βλ. μονόλιθος.