μουνόλιθος
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
v. μονόλιθος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονόλιθος.
Greek Monolingual
μουνόλιθος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόλιθος.
German (Pape)
ion. = μονόλιθος.