καταβρόχω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. ao. καταβρόξειε;
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, *βρόχω.

Greek Monolingual

καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. -βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος.