ἀγκρεμάννυμι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκρεμάννυμι: ἄγκρισις, ἀγκροτέω, ἀγκρούομαι· ποιητητικὰ ἀντὶ ἀνακρεμάννυμι κτλ.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνακρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκρεμάννυμι: Hom., Anth. = ἀνακρεμάννυμι.