συλληπτέος

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 975] adj. verb. von συλλαμβάνω, zusammenzufassen.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adv. verb. de συλλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

συλληπτέος: adj. verb. к συλλαμβάνω.