παντάπασιν

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

French (Bailly abrégé)

v. παντάπασι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς
2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου
αρχ.
βεβαίως, αναμφιβόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].