κιθαριστικῶς
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
adv.
en jouant de la cithare.
Étymologie: κιθαριστικός.
κῐθᾰριστικῶς: играя на кифаре Plut., Sext.