ἀλοίτης
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἀλείτης, avenger, Emp.10:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but ἀλοῖτις, ἡ, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Lyc. 136: fem. ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί (cf. ἀλοίτης), Hsch.