θαρρούντως
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.
Greek Monolingual
(Α θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].