ἰσορροπέω
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
A to be equally balanced, in equipoise, Pl.Ti.52e,Lg.733c, 794e; τινι with . ., Plb.1.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπέω: εἶμαι ἰσόρροπος, εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Νόμ. 733D, 794Ε· τινι Πολύβ. 1. 11. 1.