ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
[Seite 1262] ion. u. ep. = ἱερεύω.
ion. c. ἱερεύω.
ἱρεύω (Α)ιων. και επικ. τ. του ιερεύω.