λευκανθεμίς
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
German (Pape)
[Seite 33] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plin. H. N. 22, 21.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de camomille, plante.
Étymologie: λευκανθής.
Greek Monolingual
λευκανθεμίς, -ίδος, ἡ (Α)
λευκάνθεμον
το λευκάνθεμο.