ὠμοκρατής

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ές,

   A of rude untamed might, of Ajax, S.Aj.205 (anap.); also expld. as strong-shouldered, v. Sch. ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος, (ὠμὸς) ὁ ἔχων δύναμιν ὠμήν, ἀτίθασον, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Σοφ. Αἴ. 205· οὕτω, ὠμοῖς ἐν νόμοις πατρὸς αὐτόθι 548. - Ἕτεροι, ἧττον ὀρθῶς ἑρμηνεύουσιν ὁ ἰσχυρὸς τοὺς ὤμους, παραβάλλοντες τὰ ἐν Ἰλ. Γ. 227, ἀλλ᾿ ἴδε Σχόλια καὶ ἑρμηνευτάς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux fortes épaules.
Étymologie: ὦμος, κράτος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῡν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυ-κρατής].