τειχοποιΐα
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
German (Pape)
[Seite 1081] ἡ, das Machen, Bauen, Errichten der Mauern; – das Amt des τειχοποιός.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοποιΐα: ἡ, τὸ τειχοποιεῖν, κτίζειν τείχη, ἐγείρειν ὀχυρώματα, Διόδ. 13. 35, Πλούτ. 2. 851Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
construction de remparts.
Étymologie: τειχοποιός.
Russian (Dvoretsky)
τειχοποιΐα: ἡ возведение стен, постройка укреплений Diod., Plut.