Πύρρος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Pyrrhos (Pyrrhus) :
1 fils de Néoptolème;
2 roi d’Épire;
3 anc. n. de Néoptolémos, fils d’Achille;
4 autres.
Étymologie: πυρρός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
βασιλιάς της Ηπείρου, γιος του Αιακίδη και της Φθίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινομάλλης», με αναβιβασμό του τόνου].