ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
adv.secrètement.Étymologie: λαθραῖος.
(Α λαθραίως)επίρρ. βλ. λαθραίος.