αἰχμαλώτευμα
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμαλώτευμα: τό, τὸ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθὲν ἢ ἁρπαγέν, Βασίλ. τόμ. Α΄, σ. 542.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
butin de guerre.
Étymologie: αἰχμαλωτεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό botín Basil.M.31.1449C.