καθηδύνω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a. 2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.
German (Pape)
[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.