ἀνταγωνιστέω
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
A oppose, be a rival, Arist.Rh.1416b14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγωνιστέω: εἶμαι ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être adversaire.
Étymologie: ἀνταγωνιστής.