καίριος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Thgn.341, A.Ch.1064, S.Ph.637, Luc.Nigr. 35: I (καιρός 11) in Hom. always of Place, in or at the right place, hence of parts of the body, καίριον a vital part, Il.8.84,326; ἐν καιρίῳ 4.185; ὁ αὐχήν ἐστι τῶν καιρίων X.Eq.12.2, cf. 8 (Sup.); of wounds, mortal, καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Hdt.3.64; πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag.1343; καιρίας πληγῆς τυχεῖν ib. 1292, cf. X.Cyr.5.4.5; καιρίας (v.l. -ίους) σφαγάς E.Ph.1431; ἔχειν τὴν καταφορὰν κ. Plb.2.33.3; butalso, grave, serious, νουσήματα, τρώματα, Hp.Morb.1.5: generally, καιριωτάτης τετευχέναι Χώρας Theol.Ar.44. II of Time, in season, timely, εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Hdt.1.125, cf. Emp.111.6; Χρὴ λέγειν τὰ κ. A.Th.1, cf. Ch.582; καίριοι συμφοραί ib.1064; εἴ τι κ. λέγει S.Ant.724; δρᾶν, φρονεῖν τὰ κ., Id.Aj.120, El.228 (lyr.); καίριος σπουδή Id.Ph.637; -ωτέρα βουλή E.Heracl.471; κ. ἐνθύμημα X. HG4.5.4; τὸ ἀεὶ κ. Id.Cyr.4.2.12, etc.; πρὸς τὸ κ., = καιρίως, S.Ph. 525; critical, αὐτὰ τὰ κ. ἔχων ἑκκαίδεκα (sc. ἔτη) AP12.22 (Scyth.); agreeing with the subject, καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην coming at the right time, S.OT631; καίριος ἤλυθες E.El.598; καιρία (Dind. for καὶ δορία) πτώσιμος falling at the exact or fatal moment, A. Ag.1122 (lyr.); τὰ κ. timely circumstances, opportunities, Th.4.10; emergencies, D.C.Fr.70.8. 2 lasting but for a season, AP12.224 (Strato). III chief, principal, τὰ καιριώτατα τῶν κλημάτων Thphr. CP3.15.4, cf. 6.4.2. IV Adv. -ρίως in season, seasonably, κ. εἰρημένον A.Ag.1372; σκοπεῖν E.Rh.339: Comp. -ωτέρως X.Cyr.4.5.49. 2 mortally, οὐτασμένος A.Ag.1344, cf. Plb.2.69.2.
German (Pape)
[Seite 1296] bei Soph. Phil. 633 u. oft in sp. Prosa 2 Endgn, – 1) vom Orte, am rechten Orte geschehend, den rechten Fleck treffend, τὸ καίριον, die Stelle am Leibe, wo eine Wunde tödtlich ist, vgl. Il. 8, 83 ἄκρην κὰκ κορυφὴν (βάλεν), ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν u. 326; οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ πάγη βέλος, nicht an einer tödtlichen Stelle, 4, 185; οὔ τι βέλος κατὰ καίριον ἦλθε 11, 439; so Xen. Equ. 12, 8 καιριώτατον. – Nach Hom. bes. καιρία πληγή, ein tödtlicher Streich, Todesstreich, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. Ag. 1316, wie ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν 1265; καιρίους σφαγάς Eur. Phoen. 1440, u. Sp., wie Luc. Nigr. 55 βαθεῖα καὶ καίριος ἡ πληγὴ ἐγένετο; D. Sic. 4, 16; καταφορά Pol. 2, 33, 3; ohne subst., καιρίῃ ἔδοξε τετύφθαι Her. 3, 64; – καίριοι τόποι τοῦ σώματος Plut. Lac. apophth. Cleomen. p. 212; vgl. noch καίριον ἀστράγαλον ἐάγη Diod. 15 (VII, 632); – νοσήματα ἢ τρώματα, tödtlich, Hippocr. – 2) von der Zeit, zu rechter Zeit, schicklich, passend, treffend; τὰ καίρια λέγειν Aesch. Spt. 1. 601; σιγᾶν θ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ κ. Ch. 575; εἴ τι καίριον λέγεις Soph. Ant. 720; βλέπ' εἰ καίρια φθἔγγει Phil. 850, wie Eur. I. A. 829; καιρίοισι συμφοραῖς Aesch. Ch. 1060; καίριος σπουδή Soph. Phil. 633; δρᾶν τὰ καίρια Ai. 120; φρονεῖν El. 221; καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην O. R. 631, daß Jok, zu rechter Zeit kommt, wie Eur. καίριος ἦλθες El. 598; καιριωτέρα βουλή Heracl. 492; in Prosa, φροντίζων δὲ εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Her. 1, 125, καὶ τὸ μέτριον Plat. Phil. 66 a, τοῦτο μάλιστα καιριώτατον γένοιτ' ἄν Tim. 51 d; einzeln bei SP. – 3) das Zeitliche, Vergängliche, neben ἀβέβαιος Strato 66 (XII, 224). – Adv., πολλῶν καιρίως εἰρημένων Aesch. Ag. 1345; καιρίως οὐτασμένος, tödtlich verwundet, Ag. 1317, wie κ. πατάξαι Pol. 11, 18, 4, πληγείς 2, 69, 2; – καιριωτέρως παρεῖναι Xen. Cyr. 4, 5, 49.