καταφορά
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἡ, (καταφέρω)
A conveyance, of materials to the sea, IG22.1672.125.
2 bringing down, especially of a sword, downward stroke, Plb. 2.33.3, etc.; ἐκ καταφορᾶς cutting, opp. thrusting, Id.3.114.3; τραῦμα ἐκ καταφορᾶς γεγενημένον a sword wound, Plu.Dio34.
3 metaph., attack, tirade, Phld.Lib.p.48O. (pl.), cf. Hermog.Inv.4.5: c. gen., against... Anon.in Rh.53.9.
4 payment, SIG230 C26, 252.70 (Delph., iv B.C.).
II (from Pass.) downward motion, Epicur.Nat.15.26,27; descent, fall, καταφοραὶ ὄμβρων Pl.Ax.370c; χαλάζης J.AJ6.5.6; αἱ καταφοραὶ πέντε, ὑετοῦ, χιόνος, δρόσου, χαλάζης, πάχνης Theol.Ar.31; sinking, καταφορὰ ἡλίου = sunset, Thphr.Vent.12, Anon.Hist.(FGrH160) p.887 J.; ἡ ἰσημερινὴ καταφορά Plb.3.37.5, etc.; setting of a zodiacal sign, Ptol.Tetr. 134: pl., Longus 2.24.
2 Medic., καταφορὰ κοιλίης = diarrhoea, Hp.Aph. (Sp.) 7.86, cf. Ath.2.53d (pl.).
b lethargic attack, Hp.Epid.3.6, cf. Plu.Aem.37 (pl.); καταφορά πρὸς ὕπνον Gal.9.476; κ. πόνους παρέχουσα PHerc. 1041.2.
3 in reasoning, deduction, τὴν καταφορὰν ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύειν Hp.Praec.1.
4 sloping surface, IG22.463.66, 1668.51,7.4255.16 (Oropus, iv B.C.).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 chute, descente;
2 coup porté avec le tranchant d'une arme, coup de taille : τραῦμα ἐκ καταφορᾶς PLUT blessure faite avec le tranchant de l'épée;
3 t. de log. raisonnement par déduction, déduction.
Étymologie: καταφέρω.
Greek Monolingual
ἡ (AM καταφορά) καταφέρω
η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή
νεοελλ.-μσν.
έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική, επίκριση, κατακραυγή εναντίον προσώπου ή κατάστασης («κάλλιο το γκρέμισμα του σπιτιού σου παρά η καταφορά του κόσμου», παροιμ.)
αρχ.
1. (ειδικά για ξίφος) φορά, κίνηση, χτύπημα προς τα κάτω
2. μτφ. προσβολή, επίθεση εναντίον κάποιου
3. επιγρ. πληρωμή
4. (γενικά) η προς τα κάτω κίνηση
5. (για βροχή, χαλάζι κ.λπ.) πτώση
6. (για τον ήλιο, τα ζωδιακά σημεία κ.λπ.) δύση
7. (για συλλογισμό) επαγωγή, συναγωγή συμπεράσματος
8. επιγρ. (για υλικά προς τη θάλασσα) μεταγωγή, μεταφορά
9. επιγρ. επικλινής επιφάνεια
10. φρ. α) «ἐκ καταφορᾱς» — με χτύπημα που καταφέρεται από πάνω προς τα κάτω, δηλ. κοφτά, χτυπητά
β) ιατρ. «καταφορά κοιλίης» — η διάρροια, (Αριστοτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφορά -ας, ἡ [καταφέρω] slag, stoot:. τραῦμα ἐκ... καταφορᾶς γεγενημένον een verwonding onstaan door de slag met een zwaard Plut. Dion 34.6. het neervallen:; καταφοραὶ ὄμβρων regenbuien [Plat.] Ax. 370c; geneesk. vloeiing:. κ. κοιλίης diarree Hp. Aph. 7.86. slaperigheid, verdoving:. καταφορὴ νωθρή diepe bewusteloosheid Hp. Epid. 3.6. conclusie:. ἤνπερ... τὴν καταφορὰν ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύῃ als (de theorie) de conclusie tenminste tot stand brengt op basis van waarnemingen Hp. Praec. 1.
Russian (Dvoretsky)
καταφορά: ἡ
1 падение, стремительность (ποταμοῦ Polyb.): καταφοραὶ ὄμβρων Plat. ливни;
2 бессознательное состояние, обморок (κάρος ὑπνώδης καὶ κ. Plut.);
3 удар (мечом) сверху, рубящий удар (αἱ καταφοραὶ τῶν μαχαιρῶν Polyb.): ἐκ καταφορᾶς Polyb., Plut. с размаху; τραῦμα ἐκ καταφορᾶς Plut. рубленая, т. е. глубокая рана.
German (Pape)
ἡ (s. καταφέρω),
1 das Heruntertragen, Herunterwerfen, der von oben nach unten geführte Schlag, Hieb; τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ἀσφαλίζεται ὁ θυρεός Pol. 6.22.4, vgl. 2.33.3; ἐκ καταφορᾶς, hiebweise, 3.114.3; τραῦμα ἐξ ἐπιπολῆς μᾶλλον ἢ καταφορᾶς, als tief, Plut. Dion. 34, vgl. Camill. 40.
2 das Herunterfallen, Niedersinken, Niederstürzen; ἀνέμους καὶ καταφορὰς ὄμβρων καὶ πρηστήρων Plat. Ax. 370c; Jos. und andere Spätere; ποταμοῦ Pol. 10.48.5, vgl. 1.47.4. – Vom Untergange der Sonne, Theophr.; ἡλίου περὶ καταφορὰν ὄντος ἤδη Dion.Hal. 2.43; – κοιλίας, Stuhlgang, Ath. II.53d.
3 das, wohinein man fällt, bes. tiefer Schlaf mit Betäubung, Medic.
Translations
drowsiness
Arabic: نُعَاس, سِنَة; Armenian Old Armenian: նիրհ; Belarusian: санлі́васць, аспаласць; Bulgarian: сънливост; Catalan: somnolència, son; Chinese Mandarin: 睡意, 嗜睡, 嗜睡症; Czech: ospalost; Dutch: slaperigheid; Finnish: uneliaisuus; French: somnolence, assoupissement, torpeur; Old French: dorveille; Georgian: თვლემა, ძილიანობა, მოთენთილობა; German: Schläfrigkeit; Greek: νύστα; Ancient Greek: κάρος, τὸ καρῶδες, κάρωσις, καταφορά, ληθαργία, νύσταγμα, νυσταγμός, νύσταξις, τὸ ὑπνηρόν, τὸ ὑπνηλόν, ὑπνηλία, ὑπνηρόν, ὑπνωδία; Hindi: झूम; Hungarian: álmosság, aluszékonyság; Icelandic: höfgi; Irish: codlatacht, marbhnéal, meathchodladh, míogarnach, múisiam, múisiúntacht, sáimhríocht, sámhántacht, scim, suanmhaireacht; Italian: sonnolenza, sopore, letargia, sopore, sopimento, abbiocco; Japanese: 眠気, 眠け; Korean: 졸음; Latin: somnus, sopor, lethargus, somnolentia, lethargia; Latvian: miegainums, miegainība; Macedonian: поспаност; Navajo: bił; Pali: middha; Persian: خوابآلودی; Polish: senność, ospałość, śpiączka; Portuguese: sonolência, torpor; Russian: сонливость, спячка, дремота; Sanskrit: स्वप्न; Scottish Gaelic: èislean; Serbo-Croatian Cyrillic: mȁmūrnōst, дрѐмљиво̄ст; Roman: pospanost, mȁmūrnōst, drèmljivōst, fjȁka; Slovak: ospalosť; Slovene: zaspanost; Spanish: soñolencia, somnolencia, sopor, duermevela, adormecimiento, modorra; Swedish: sömnighet; Tagalog: antok; Telugu: మైకము; Thai: ความง่วง; Turkish: bilinçsizlik, gaflet, rehavet, uyuşukluk; Ukrainian: сонливість, сонність, соннота, сонливиці, оспалість, сонниці; Urdu: جھوم