θηλυκρατής

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ές,

   A swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.

Greek Monolingual

θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. α-κρατής, εγ-κρατής].